Χρήση Botox στις Διαταραχές της Κροταφογναθικής Άρθρωσης (TMD)
Use of Botox in Temporomandibular Disorders (TMD)
Τσουμάνη Γεωργία1 : Οδοντίατρος ,Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Νοσοκομειακής Οδοντιατρικής ΑΠΘ
Ζουλούμης Λάμπρος2: Καθηγητής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής ΑΠΘ
Tsoumani Georgia1: Dentist, Postgraduate Student in Hospital Dentistry Aristotle University of Thessaloniki
Zouloumis Lampros2 : Professor of Oral and Maxillofacial Surgery Aristotle University of Thessaloniki
Οι διαταραχές της κροταφογναθικής άρθρωσης (TMD) αποτελούν ένα σύνολο παθολογικών καταστάσεων που επηρεάζουν την άρθρωση και τους σχετικούς μύες, προκαλώντας πόνο, ήχους κατά την κίνηση της γνάθου, περιορισμένη κινητικότητα και μυϊκή υπερδραστηριότητα. Η αλλαντική τοξίνη τύπου Α (Botox) έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια ως θεραπευτική επιλογή για τη διαχείριση των συμπτωμάτων αυτών, χάρη στη δράση της που αναστέλλει την απελευθέρωση ακετυλοχολίνης στις νευρομυϊκές συνάψεις, προκαλώντας προσωρινή μυϊκή χαλάρωση. Αν και το Botox δεν αποτελεί θεραπεία πρώτης γραμμής, έχει φανεί χρήσιμο σε περιπτώσεις όπου οι συντηρητικές θεραπείες, όπως οι νάρθηκες, η φυσικοθεραπεία και τα φαρμακευτικά σκευάσματα, δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στην πρώτη μελέτη, πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας που εξέτασαν τη χρήση του Botox στον πτερυγοειδή μυ για την ανακούφιση των συμπτωμάτων των TMD. Αναλύθηκαν παράγοντες όπως η δοσολογία, ο αριθμός των ενέσεων, οι τεχνικές έγχυσης και οι παρενέργειες. Στη δεύτερη μελέτη, μια προκαταρκτική κλινική έρευνα περιέλαβε 20 ασθενείς με χρόνιο πόνο (διάρκεια >3 μήνες). Οι συμμετέχοντες έλαβαν συνολική δόση 100 U Botox σε οκτώ προκαθορισμένα σημεία, περιλαμβανομένων των μασητήριων μυών, του πτερυγοειδούς μυός, του κροταφίτη και της άρθρωσης. Η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας την οπτική αναλογική κλίμακα (VAS) πριν και έξι εβδομάδες μετά τη θεραπεία. Παράλληλα, καταγράφηκαν οι παρενέργειες και η ανταπόκριση των ασθενών στη θεραπεία. Η ανασκόπηση αποκάλυψε ότι η έγχυση Botox στον πτερυγοειδή μυ οδήγησε σε σημαντική μείωση του πόνου, της υπερδραστηριότητας των μυών και των χαρακτηριστικών ήχων κλικ. Οι παρενέργειες ήταν ήπιες και περιλάμβαναν παροδική δυσφαγία, δυσκολία στην ομιλία και μυϊκή αδυναμία, τα οποία υποχώρησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στη δεύτερη μελέτη, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 85% των ασθενών ανέφερε σημαντική μείωση του πόνου κατά το άνοιγμα του στόματος, ενώ το 90% ανέφερε βελτίωση κατά τη μάσηση. Επιπλέον, το 75% των ασθενών παρουσίασε μείωση ή εξάλειψη των ήχων ΄΄κλικ΄΄, ενώ οι πονοκέφαλοι εξαφανίστηκαν ή βελτιώθηκαν στο 70% των περιπτώσεων. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ήπιες και παροδικές, με πιο συχνές την εμφάνιση ανώμαλων κινήσεων της γνάθου (20%), τοπική αίσθηση θερμότητας (10%) και αιμάτωμα στο σημείο της ένεσης (5%). Η αλλαντική τοξίνη τύπου Α (Botox) αποδείχθηκε αποτελεσματική στη μείωση του πόνου, της υπερδραστηριότητας των μυών και των ήχων στους ασθενείς με TMD. Παρά τις ελάχιστες και παροδικές παρενέργειες, τα οφέλη της θεραπείας υπερτερούν των κινδύνων. Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες μελέτες μεγαλύτερης διάρκειας και μεγαλύτερου δείγματος για την επιβεβαίωση αυτών των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων και για την ανάπτυξη σαφών θεραπευτικών πρωτοκόλλων.
Βιβλιογραφία
1. Ataran R., et al. The Role of Botulinum Toxin A in Treatment of Temporomandibular Joint Disorders: A Review. J Dent Shiraz Univ Med Sci., 2017; 18(3): 157-164.
2. Blanco-Rueda J.A., et al. Preliminary Findings of the Efficacy of Botulinum Toxin in Temporomandibular Disorders: Uncontrolled Pilot Study. Life 2023; 13(345): 1-10